- ασκόλαστος
- -η, -οαυτός που δεν έχει σκολάσει, δεν έχει τελειώσει τη δουλειά του: Βράδιασε κι είναι ακόμη ασκόλαστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασκόλαστος — η, ο 1. αυτός που δεν σχόλασε ακόμη, που δεν σταμάτησε ακόμη τη δουλειά του ή τα μαθήματα («οι εργάτες ή οι μαθητές είναι ακόμη ασκόλαστοι») 2. εκείνος που δεν έχει τελειώσει ακόμη («η λειτουργία είναι ακόμη ασκόλαστη») 3. ο παρατεταμένος, ο… … Dictionary of Greek
ασχόλαστος — και ασκόλαστος, η, ο [σχολάζω] 1. αυτός που δεν έχει σχολάσει ή που δεν έχει τελειώσει την εργασία του 2. ασταμάτητος, αδιάκοπος … Dictionary of Greek
ασχόλαστος — η, ο βλ. ασκόλαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)